- βαρβαριστι
- βαρβαριστίβαρβᾰριστί
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βαρβαριστί — επίρρ. (Α) [βαρβαρίζω] 1. με ξένη, βαρβαρική, γλώσσα 2. με τρόπο που αρμόζει στους βαρβάρους … Dictionary of Greek
βαρβαριστί — in barbarous fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)